κακοτυπώνω

κακοτυπώνω
κακοτύπωσα, κακοτυπώθηκα, κακοτυπωμένος, τυπώνω άσχημα: Το βιβλίο αυτό είναι κακοτυπωμένο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακοτυπώνω — 1. τυπώνω άσχημα, ελαττωματικά, ακαλαίσθητα 2. (συν. η μτχ.) κακοτυπωμένος, η, ο κακέκτυπος …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”